- πρόναος
- Έτσι ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από τους Βυζαντινούς, ο περίστυλος χώρος που βρισκόταν μπροστά από τον κυρίως ναό. Ήταν γνωστός και ως πρόθυρο ή πρόδρομος. Στη χριστιανική αρχιτεκτονική, ο π. ονομαζόταν νάρθηκας και συχνά ήταν κλειστός. Στον αρχαίο ελληνικό ναό βρισκόταν στην ανατολική πλευρά, μπροστά από τη κυρία πύλη του ναού ενώ, αντίθετα, στον χριστιανικό ήταν στη δυτική πλευρά, όπως και η κυρία είσοδος. Στη διάρκεια των πρώτων χριστιανικών χρόνων ο π. προοριζόταν για τους κατηχούμενους, οι οποίοι αποχωρούσαν μετά την ανάγνωση περικοπής από το Ευαγγέλιο.
Ο πρόναος του Αγίου Καρόλου της Βιέννης, έργο του Αυστριακού αρχιτέκτονα Έρλαχ.
* * *(I)ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρόνηος, Ανεοελλ.-μσν.(σχετικά με χριστιανικούς ναούς) ο νάρθηκαςαρχ.ο πριν από τον κυρίως ναό περίστυλος χώρος, διά μέσου τού οποίου εισερχόταν κανείς στον ναό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού πρόναος* (ΙΙ)].————————(II)-ον, και προναῑος, -αία, -ον και ιων. τ. προνήϊος, -ΐη, -ον και αττ. τ. πρόνεως, Α1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από ναό («τῶν πολισσούχων θεῶν βωμοὺς προνάους καὶ [πολισσούχων] ἕδρας», Αισχύλ.)2. (ιδίως για θεό) αυτός τού οποίου το άγαλμα είναι τοποθετημένο μπροστά από ναό («πρῶτα μὲν δὴ λίθου κατὰ τὴν εἴσοδόν ἐστιν Ἀθηνᾱ καὶ Ἑρμῆς ὀνομαζόμενοι πρόναοι», Παυσ.)3. προσωνυμία τού Ποσειδώνος4. προσωνυμία τής Αθηνάς, τής οποίας μικρός ναός ή άγαλμα υπήρχε πριν από τον μεγάλο ναό τού Απόλλωνος στους Δελφούς («κατὰ τὸ ἱρὸν τῆς Προνηΐης Ἀθηναίης», Ηρόδ.)5. (το θηλ. ως κύριο όν.) Προναίαη Αθηνά («ἐν δὲ Προνηΐης τῆς ἐν Δελφοῑσι», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ναός / νηός / νεώς].
Dictionary of Greek. 2013.